- καταθροώ
- καταθροῶ, -έω (AM)καταθορυβώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θροῶ «θορυβῶ, θροΐζω» (< θροῦς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θροώ — (ΑΜ θροῶ, έω) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρους. ΣΥΝΘ. αρχ. διαθροώ, εκθροώ, καταθροώ, προσθροώ] … Dictionary of Greek